- τριμηνιαίος
- üç aylık, üç ayda bir
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τριμηνιαίος — α, ο / τριμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τριμηναῑος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τρίμηνο 2. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 3. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριμηνιαία χρονική περίοδος τριών μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμηνος +… … Dictionary of Greek
τριμηνιαίων — τριμηνιαῖος space of three months fem gen pl τριμηνιαῖος space of three months masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμηνιαίου — τριμηνιαῖος space of three months masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμηνιαίους — τριμηνιαῖος space of three months masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμηνιαίῳ — τριμηνιαῖος space of three months masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμηνιαία — τριμηνιαίᾱ , τριμηνιαῖος space of three months fem nom/voc/acc dual τριμηνιαίᾱ , τριμηνιαῖος space of three months fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμηναίος — αία, ον, Α βλ. τριμηνιαίος … Dictionary of Greek